- ἐμπορευτικῶν
- ἐμπορευτικόςcommercialfem gen plἐμπορευτικόςcommercialmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπορευτικός — ἐμπορευτικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στο εμπόριο, ο εμπορικός («τάχ ἄν ἴσως τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek